- δασυνομένου
- δασῡνομένου , δασύνωmake roughpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… … Dictionary of Greek
καχεταιρεία — και καχεταιρείη, ἡ (Α) η κακή συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κακοὶ ἑταῖροι, με τροπή τού κ στο αντίστοιχο δασύ χ προ δασυνομένου φθόγγου] … Dictionary of Greek